θύρσιον

θύρσιον
θύρσιον και θυρσίον, τὸ (Α)
1. μικρός θύρσος*
2. θύμος*, θυμάρι
3. είδος αναρριχητικού φυτού, αλλ. κατανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. αρν-ίον, παιδ-ίον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θύρσιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσίων — θύρσιον neut gen pl θυρσίων tursio masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Thyrsos — Satyr und Mänade mit Thyrsoi, attische rotfigurige Kantharos, um 460 v. Chr., Cabinet des médailles (De Ridder 849) …   Deutsch Wikipedia

  • θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”